- σηπτικόν
- σηπτικόςputrefactivemasc acc sgσηπτικόςputrefactiveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σηπτικός — ή, ό / σηπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σηπτός] αυτός που προξενεί σήψη νεοελλ. 1. ιατρ. α) μολυσμένος με μικρόβια («σηπτικό περιβάλλον») β) αυτός που οφείλεται σε σηψαιμία (α. «σηπτικός πυρετός» β. «σηπτική εμβολή») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τo σηπτικόν το… … Dictionary of Greek
σηπτήριον — τὸ, Α το σηπτικόν φάρμακον (βλ. σηπτικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < σήπομαι «σαπίζω» + επίθημα τήριον (πρβλ. κοπ τήριον, ῥυπ τήριον)] … Dictionary of Greek
σηπτός — ή, όν, Α [σήπομαι] 1. (για τροφή) αυτός που αλλοιώνεται με τη σήψη, αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν περίττωμα τοῡ πεφθέντος ἐστίν», Αριστοτ.) 2. σηπτικός («σηπτὸν φάρμακον» σηπτικόν φάρμακον) … Dictionary of Greek